Τον τελευταίο χρόνο, μεταξύ πολλών άλλων, έχω διαβάσει αρκετά βιβλία για την Πόλη και συνεχίζω ακάθεκτη. Σε μια πρόχειρη απαρίθμηση, διάβασα
1. την Θεανώ, Λύκαινα της Πόλης της Λένας Μαντά, το πρώτο μέρος του οποίου μόνο μου άρεσε,
2. τo βιβλίο - κατάθεση των νεανικών μνημών της Ελένης Χαλκούση, Πόλη- Αγάπη μου, η οποία Ελένη Χαλκούση, ειρήσθω εν παρόδω ήταν φίλη της γιαγιάς του άντρα μου, της Μαρίας Σκαναβή, ας ακουστεί κάπου και το όνομά της,
3. Τις Απογοητευμένες του Πιερ Λοτί που με μάγεψε με την περιγραφή του αλλά ενδόμυχα με εκνεύρισε με την θεώρησή του,
4. και 5. τα δύο βιβλία του Μηνά Ιωακειμόπουλου, το αυτοβιογραφικό Τριαντάφυλλα και Αγκάθια της Κωνσταντινούπολης, με το οποίο έκλαψα και εκλαψα πολύ-μη με ρωτήσετε γιατί, και το μυθιστόρημα του Μελωδία της Εκδίκησης,
6. το επίσης αυτοβιογραφικό Κωνσταντινούπολη, η Πόλη που με ακολουθεί του Στέλιου Αντωνιάδη, και πολύ πολύ πρόσφατα διάβασα
7. το οδοιπορικό Το Πέρα των Ελλήνων με αυτοβιογραφικά στοιχεία της Ιώς Τσόκωνα.
Σειρά έχουν στην συνέχεια
8. η μυθιστορηματική ιστορία αγάπης Το παράπονό μου μια κραυγή της Αννας Γαλανού,
9. οι Μνήμες χαμένες στην άμμο της Ιφιγένειας Τέκου, που ανυπομονώ να διαβάσω
και όπως θα έλεγαν οι φίλοι μας οι Αγγλοσάξονες last but not least
10. το Φάντασμα της Προύσας της Μαρίας Βεϊνόγλου, που επειδή είμαι σίγουρη ότι θα με συναρπάσει, όπως με διαβεβαίωσαν αγαπημένες φίλες και δέχθηκα το λόγο τους αναντίρρητα πως το βιβλίο αυτό θα με συνοδεύσει σε όλη μου τη ζωή, το αφήνω τελευταίο. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό για μένα, να το βλέπω καθημερινά εκεί στο κομοδίνο μου - ναι παρακαλώ στο κομοδίνο, όχι στη βιβλιοθήκη - να με περιμένει να το ανοίξω, να θέλω να το ανοίξω και να ΜΗΝ το κάνω με κόπο και δύναμη ψυχής ώστε να μην χάσω την απόλαυση της ανάγνωσης. Έρχεται σύντομα όμως η σειρά του και παρηγοριέμαι.
Ως συνήθως αφήνω την σκέψη μου να λειτουργήσει συνειρμικά και δεν απέχω πολύ από το να βρεθώ εκτός θέματος και να περιπλανηθώ σε άλλες σκέψεις. Ευτυχώς δηλαδή που το θέμα το καθορίζω εγώ ανά πάσα στιγμή, οπότε το στίγμα της γραφής θα το δώσω εκ των υστέρων, αφού διαβάσω πρώτα τι έχω γράψει!!!
Σίγουρα δεν θέλω να κάνω βιβλιοκριτική αυτήν την στιγμή. Δεν είμαι ειδική προφανώς και ούτε φιλοδοξώ να γίνω. Αν έδινα τίτλο στον εαυτό μου, καθότι στην Ελλάδα που ζούμε ό,τι δηλώσουμε είμαστε, θα με ονόμαζα "βιβλιοφάγο". Επιπλέον, δεν μου αρέσει ούτε η ανάλυση ενός λογοτεχνικού έργου και το κυριότερο δεν θέλω να μπω στη θέση να πω εγώ τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Ο συγγραφέας ό,τι ήθελε να πει το είπε, δεν νομίζω ότι χρειάζεται τη δική μου ερμηνεία. Ρωτήστε με καλύτερα τι αποκόμισα εγώ, πώς εξέλαβα εγώ το έργο του. Για μένα το διάβασμα είναι απόλαυση και ένα βιβλίο είτε μου αρέσει σε διαβαθμίσεις από λίγο έως πάρα πολύ είτε δεν μου αρέσει καθόλου, για λόγους που έχουν να κάνουν αφενός με το ταλέντο και την γραφή του συγγραφέα, το θέμα που καλύπτει και τον τρόπο που το χειρίζεται και αφετέρου με το αν με αγγίζει, αν μου κάνει "κλικ" αυτό που διαβάζω.
Επιστροφή στην αρχή όμως και στα βιβλία περί Κωνσταντινούπολης. Θα εξαιρέσω τα βιβλία των ξένων αλλά και των Ελλαδιτών Ελλήνων που γράφουν για την Πόλη και θα περιορισθώ στα βιβλία των Κωνσταντινουπολιτών. Κι αυτό γιατί αφ' ενός οι ξένοι έχουν μια άλλη θεώρηση πραγμάτων, σεβαστή καθόλα αλλά δεν επιθμώ να υπεισέλθω επί του παρόντος, αφ ετέρου όσο και να αγαπούν οι Ελλαδίτες την Πόλη, όποιος και να είναι ο συμβολισμός της γι' αυτούς, δεν είναι πατρίδα τους, "χωριό' τους, δεν ξεριζώθηκαν οι ίδιοι, δεν νιώθουν πόνο, είναι πιο αποστασιοποιημένοι και έτσι η γραφή τους δεν εμπεριέχει στρεβλώσεις ή παρωπίδες λόγω συναισθηματικής φόρτισης και προσωπικής ανάμιξης στα δρώμενα. Απαραίτητο θεωρώ όμως να διαβασθούν και αυτά και μάλιστα και από τους Κωνσταντινουπολίτες για να δουν πώς φαίνεται η Πόλη τους στα μάτια των άλλων.
Οι δε Κωνσταντινουπολίτες συγγραφείς είναι συνήθως άνθρωποι που εγκατέλειψαν την Πόλη τις κακές εποχές και ακόμη περισσότερο άνθρωποι που είτε καταστράφηκαν ολοσχερώς το 55 και εξαναγκάσθηκαν να φύγουν ή απελάθηκαν εν μία νυκτί το 1964 αφήνοντας ζωές και περιουσίες πίσω και υποχρεώθηκαν χωρίς καμιά προετοιμασία να ξαναχτίσουν την ζωή τους από την αρχή σε ξένο γι' αυτούς τόπο. Φορτισμένοι συναισθηματικά, τους καταλαβαίνω γιατί το έζησα μέσα στο σπίτι μου. Ιδία βουλήσει (;) έφυγαν οι δικοί μου με εμένα μωρό από την Πόλη, δεν τους σήκωνε το κλίμα πια έλεγε ο πατέρας μου χωρίς ποτέ να λέει στην ουσία τι έγινε, συνήθιζε μόνο να λέει ότι δεν ήθελε ποτέ να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί, η δε γιαγιά μου έβριζε τους "Τουρκαλάδες" όποτε θυμόταν τα Σεπτεμβριανά, αναφέροντας παράλληλα το πως τους έσωσαν Τούρκοι φίλοι τους από την καταστροφή εκείνο το βράδυ (πόσο αντιφατικά τα συναισθήματα!), και αναπολούσε τη ζωή της και τα μέρη που στερήθηκε με μια καλυμμένη πίκρα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τους νεότερους συγγραφείς που ανήκουν σε αυτούς που παρέμειναν εκεί, συνέχισαν εκεί τη ζωή τους μετά και πέρα από τις κακές εποχές, και ήρθαν αργότερα στην Ελλάδα ή μοίρασαν την ζωή τους μεταξύ των δύο τόπων.
Σε όλα τα ανωτέρω έργα, αυτά που διάβασα εννοώ, φαίνεται ότι η ζωή στην Πόλη για τους Έλληνες τελειώνει στο Τότε, δεν υπάρχει μετά και αν υπάρχει αυτή η ζωή είναι υποτονική. Η Πόλη ήταν φανταστικός τόπος να ζείς μέχρι Τότε. Μετά όχι, η Πόλη γίνεται μια ανάμνηση γλυκόπικρη, παύει να έχει ζωή. Ακόμη και όταν ταξιδεύεις εκεί, αισθάνεσαι ακριβώς το ίδιο. Είσαι ξένος στην Πόλη σου. Θυμάσαι τα καλά που δεν θα ξαναέρθουν και τα βάσανα που, παρότι έμαθες να τα καταπιέζεις όσο τα ζούσες, να τα ξεχνάς και να συνεχίζεις προς τα εμπρός όσο ήσουν εκεί, φεύγοντας από εκεί ακόμη και όταν αποτελείς τη δεύτερη γενιά αυτών που έφυγαν χωρίς στην πραγματικότητα προσωπικά βιώματα, τα βιώνεις πιο έντονα και αρνείσαι να καταπιεστείς, εξ ου υποθέτω και η άρνηση της επιστροφής. Αυτά τα βιβλία αρέσκονται εν πολλοίς να διαβάζουν και οι Ελλαδίτες Έλληνες και θλίψη τους κυριεύει για τις χαμένες πατρίδες που μιλούσε και ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος.
Από την άλλη όμως, και φαίνεται στους νεότερους συγγραφείς, γίνεται εμφανές ότι η ζωή συνεχίστηκε και μετά το Τότε και εξακολουθεί να συνεχίζεται στην Πόλη για τους Ρωμιούς. Η Ρωμαίικη κοινότητα παλεύει καθημερινά, δηλώνει ακόμη ζώσα και παράγει πολιτισμό. Μπορεί να μην είναι πολυπληθής πλέον αλλά ζει και δεν ζει στην σκιά καταπιεσμένη παρά τις αντίξοες συνθήκες. Και εκεί όμως γλυκόπικρη η γεύση. Πολύς αγώνας από λίγους και ο μαρασμός παραμονεύει προ των πυλών.